- αιματοστάτι
- το [αιματοστάτης]1. ο αιματοστάτης*2. δαχτυλίδι με πέτρα αιματοστάτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιματοστάτης — ή αιμοστάτης και ματοστάτης, ο αιματόπετρα, ημιπολύτιμος λίθος (ποικιλία τού αιματίτη). [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + στάτης < ρ. στέκω. ΠΑΡ. αιματοστάτι] … Dictionary of Greek